- σιτολογώ
- -έω, ΜΑ [σιτολόγος]συγκεντρώνω με διαρπαγή σιτηρά και άλλα τρόφιμα σε κατεχόμενη χώρααρχ.είμαι σιτολόγος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
συσσιτολογώ — έω, Α διατελώ υπάλληλος σιτολόγος μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σιτολογῶ «εκτελώ καθήκοντα σιτολόγου»] … Dictionary of Greek